- εκτρίβω
- (AM ἐκτρίβω)1. βγάζω ή παράγω κάτι με ισχυρό τρίψιμο2. τρίβοντας αποβάλλω κάτι από μια επιφάνεια, καθαρίζω με τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνωαρχ.1. παροξύνω2. κατασυντρίβω, εξαφανίζω εντελώς3. φθείρω, κατατρίβω4. φθείρω με την τριβή, ξεφλουδίζω με τρίψιμο5. κάνω κάτι λείο με διαρκή τριβή.
Dictionary of Greek. 2013.